Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μαγαζάτορας που χρειάστηκε βοήθεια για τη δουλειά. Προσέλαβε έναν υπάλληλο και τα χρόνια περνούσαν καλά. Ο μαγαζάτορας δεν είχε κανένα παράπονο από τον υπάλληλο του και ήταν σωστός και απόλυτα νόμιμος στα οικονομικά, ασφαλιστικά κλπ. Κάποια στιγμή η δουλειά άρχισε να πέφτει με γοργούς ρυθμούς. Ο μαγαζάτορας χρειαζόταν τη βοήθεια του υπαλλήλου στη δουλειά και δεν ήθελε να τον σταματήσει μετά από τόσα χρόνια που ήταν μαζί. Τα τελευταία δύο χρόνια ο μαγαζάτορας έβγαινε ίσα-ίσα. Κέρδη δεν είχε ο ίδιος, το μαγαζί συντηρούταν οριακά και στην ουσία δούλευε για τα έξοδα του υπαλλήλου και της δουλειάς. Ο υπάλληλος το έβλεπε αυτό και μια μέρα άκουσε τα δυσάρεστα νέα: ο μαγαζάτορας έπρεπε να τον σταματήσει. Έναν μήνα αργότερα ο υπάλληλος περνούσε από το μαγαζί και είδε τη γυναίκα του μαγαζάτορα μέσα με έναν πελάτη τον οποίο γνώριζε και ο ίδιος. Η γυναίκα του μαγαζάτορα δεν ήξερε καλά τη δουλειά ακόμα και ο πελάτης θέλοντας να εξυπηρετηθεί ζήτησε τη συμβουλή του για το τι να διαλέξει να αγοράσει, αφού γνωριζόντουσαν κιόλας. "Τι με ρωτάς εμένα; Εγώ δεν είμαι εδώ, δεν έχω καμία δουλειά" είπε κι έφυγε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου